δεντροστοιχία — η σειρά δέντρων κατά μήκος των δρόμων, μέσα σε κήπο ή γύρω από πλατεία για λόγους καλλωπιστικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδροστοιχία — η βλ. δεντροστοιχία … Dictionary of Greek
λαγκεστρέμια — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας lythracea, ιθαγενές της Κίνας. Η επιστημονική του ονομασία είναι λ. η ινδική (Lagestroemia indica). Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 2 5 μ., με καστανωπό, λείο φλοιό και αντίθετα, επιφυή, ακέραια,… … Dictionary of Greek
Περό, Κλοντ — (Perrault, Παρίσι 1613 – 1688). Γάλλος αρχιτέκτονας. Φημισμένος γιατρός και φυσιοδίφης, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, ωθούμενος από τον αδελφό του Σαρλ, που από το 1644 ήταν γενικός επιθεωρητής των Βασιλικών Κτιρίων. Η γνώση της δραστηριότητάς … Dictionary of Greek
αλέα — η (λ. γαλλ.), δεντροστοιχία: Στο δρόμο αυτό υπήρχε άλλοτε αλέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεντροσειρά — η η δεντροστοιχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραχτικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος για περίφραξη ή απόφραξη: Φραχτική δεντροστοιχία. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φραχτικά τα έξοδα για την περίφραξη (χωραφιού, αμπελιού, οικοπέδου κτό.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)